- ἐπάρχειος
- ἐπάρχειος, ον pert. to being governed by an ἔπαρχος or prefect, provincial ἡ ἐπάρχειος (sc. χώρα) province (s. prec. entry; OGI 549, 2; IG XIV, 911): ἐπιβὰς τῇ ἐ. after he had arrived in the province Ac 25:1 v.l. (s. ἐπαρχεία).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.